ξυλόσφυρο

ξυλόσφυρο
το (Μ ξυλόσφυρον)
είδος σφυριού με ξύλινη κεφαλή που χρησιμοποιείται στις κατασκευές από μαλακό μέταλλο για να μην παραμορφώνονται οι επιφάνειές τους και κατά τη συναρμογή τών μηχανών, κν. ματσόλα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”